Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρίσμα το [xrízma] Ο48 : 1.ένα από τα επτά μυστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας, κατά το οποίο ο ιερέας αμέσως μετά τη βάπτιση χρίει το σώ μα του νηπίου με το άγιο μύρο: Tο ~ κατατάσσεται στα υποχρεωτικά μυστήρια. || (επέκτ.) ανάλογο μυστήριο της Kαθολικής Εκκλησίας. 2. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χρίω2, η ανακήρυξη: Πήρε το ~ του υποψηφίου για την προεδρία.
[λόγ. < ελνστ. χρῖσμα (στη σημ. 1), αρχ. σημ.: `αλοιφή΄]