Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρήστης ο [xrístis] Ο10 θηλ. χρήστρια [xrístria] Ο27 : αυτός που χρησιμοποιεί κτ.: Ο ~ ενός μηχανήματος / ενός λεξικού. Οι χρήστες μιας γλώσσας, όσοι τη μιλούν. ~ ναρκωτικών. || (νομ.) αυτός που έχει το δικαίωμα της χρήσης ενός πράγματος.
[λόγ. < αρχ. χρησ- (χρῶμαι) `χρησιμοποιώ΄ -της μτφρδ. γαλλ. usager (διαφ. το αρχ. χρήστης `πιστωτής΄ και το ελνστ. χρήστης `που δίνει χρησμούς΄· λόγ. χρήσ(της) -τρια)]