Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χούλιγκαν ο [xúligan] Ο (άκλ.) : νεαρό άτομο που ανήκει σε περιθωριακές ομάδες και που αντιδρά οργανωμένα με βιαιότητα και προκλητικότητα, συνήθ. σε χώρους αθλητικών συναντήσεων.
[λόγ. < αγγλ. hooligan]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χουλιγκανικός -ή -ό [xuliganikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο χουλιγκανισμό ή στους χούλιγκαν: Xουλιγκανικές εκδηλώσεις.
[λόγ. χούλιγκαν -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χουλιγκανισμός ο [xuliganizmós] Ο17 : η συμπεριφορά που χαρακτηρίζει τους χούλιγκαν.
[λόγ. < αγγλ. hooliganism (-ism = -ισμός)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χουλιγκάνος ο [xuligános] Ο18 : (προφ.) χούλιγκαν.
[χούλιγκαν -ος]