Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χουρμάς ο [xurmás] Ο1 : ο καρπός της χουρμαδιάς, που έχει μικρό μέγεθος, ξανθό χρώμα και πολύ γλυκιά γεύση.
[μσν. χουρμά -ς < τουρκ. hurma (από τα περσ.)]