Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χουζούρι το [xuzúri] Ο44 : (οικ.) η κατάσταση αυτού που χουζουρεύει: Tου αρέσει το ~ στη λιακάδα. Tο κυριακάτικο ~.
[τουρκ. huzur `πνευματική άνεση, ξεκούραση΄ (από τα αραβ.) -ι]