Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χουζουρεύω [xuzurévo] Ρ5.2α : (οικ.) ξεκουράζομαι τεμπελιάζοντας, συνήθ. ξαπλωμένος στο κρεβάτι: Tις Kυριακές ξυπνάει νωρίς, αλλά χουζουρεύει ως αργά.
[χουζούρ(ι) -εύω]