Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χουβαρντάς ο [xuvardás] Ο1 θηλ. χουβαρντού [xuvardú] Ο37 & κουβαρντάς ο [kuvardás] Ο1 θηλ. κουβαρντού [kuvardú] Ο37 : (οικ.) άνθρωπος που ξοδεύει για τους άλλους χωρίς να τσιγκουνεύεται: Aυτός είναι ~, κάνει ακριβά δώρα / δίνει μεγάλα φιλοδωρήματα.
[τουρκ. hovarda, *kovarda -ς ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [x] και του χειλ. [v] )· χουβαρντ(άς), κουβαρντ(άς) -ού]