Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χορός
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χορός ο [xorós] Ο17 : 1.συντονισμένες ρυθμικές κινήσεις των ποδιών και ολόκληρου του σώματος, που συνήθ. συνοδεύονται από μουσική ή και τραγούδι και που εκτελούνται από ένα μόνο πρόσωπο, από ζευγάρια ή από ομάδα προσώπων: Λαϊκός / δημοτικός / κλασικός / θρησκευτικός / τελετουργικός / πολεμικός ~. Kυκλικός ~. Ο ~ της κοιλιάς*. Ελληνικοί / ευρωπαϊκοί χοροί. Bήματα / φιγούρες ενός χορού. (έκφρ.) μπαίνω στο χορό / πιάνω / στήνω το χορό, αρχίζω να χορεύω μαζί με άλλους χορευτές. ανοίγω το χορό, αρχίζω πρώτος να χορεύω. σέρνω* το χορό. ΦΡ μπαίνω στο χορό, αναλαμβάνω ένα έργο, ανακατεύομαι σε μια υπόθεση δύσκολη ή χρονοβόρα. και ο ~ καλά κρατεί, για να δηλώσουμε ότι μια δυσάρεστη κατάσταση εξακολουθεί να ισχύει. ο ~ του Hσαΐα, ο γάμος. ο ~ του Zαλόγγου, για απεγνωσμένη ενέργεια. ΠAΡ ΦΡ τώρα που μπήκε στο χορό θα χορέψει*. ΠAΡ Όποιος είναι έξω απ΄ το χορό πολλά τραγού δια ξέρει / λέει, εύκολα κρίνει και κατακρίνει κανείς, όταν δεν ξέρει τις δυσκολίες μιας δουλειάς ή μιας κατάστασης. || με γενική ουσιαστικού, για να δηλώσουμε την πληθώρα: ~ εκατομμυρίων / ανατιμήσεων κτλ. || κοσμι κή συγκέντρωση με χορό: Aποκριάτικος / φιλανθρωπικός ~. ~ μεταμφιεσμένων. Δίνω χορό. Kαλώ σε χορό. 2α. ~ του αρχαίου ελληνικού δράματος, ομάδα χορευτών που χόρευαν και τραγουδούσαν με τη συνοδεία αυλού στην ορχήστρα του θεάτρου: ~ αρχαίας τραγωδίας / κωμωδίας. Ο κορυφαίος του χορού. Aνδρικός / γυναικείος ~. (απαρχ. έκφρ.) εν χορώ, για κτ. που λέγεται ομόφωνα από πολλούς μαζί. β. εκκλησιαστικός ~, εκκλησιαστική χορωδία: Ο δεξιός / αριστερός ~, που ψέλνει στο δεξί / αριστερό ψαλτήρι. 3. σύνολο μεταφυσικών όντων: Ο ~ των αγγέλων / των μαρτύρων.

[1: αρχ. χορός· 2α: λόγ. < αρχ. χορός· 2β: λόγ. μσν. σημ.· 3: λόγ. ελνστ. σημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χοροστάσι το [xorostási] Ο44 : 1.(λαϊκότρ.) ανοιχτός χώρος όπου στήνουν το χορό. 2. η θέση των ψαλτών στην εκκλησία.

[χορο- + -στάσι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χοροστασία η [xorostasía] Ο25 : η παρουσία αρχιερέα σε εκκλησιαστική ακολουθία.

[λόγ. < ελνστ. χοροστασία `χορός δράματος΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χοροστατώ [xorostató] Ρ10.9α : για αρχιερέα που προΐσταται σε Θεία Λειτουργία ή σε ιερή ακολουθία.

[λόγ. < ελνστ. χοροστατῶ `οδηγώ χορό δράματος΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες