Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χορωδία η [xoroδía] Ο25 : ομάδα τραγουδιστών που εκτελεί μια μουσική σύνθεση: Aντρική / γυναικεία / παιδική / μεικτή ~. Πολυμελής / ολιγομελής ~. ~ με τρεις / τέσσερις φωνές.
[λόγ. < αρχ. χορῳδία `τραγούδημα χορικού άσματος΄ σημδ. γαλλ. chœur (< λατ. chorus < αρχ. χορός)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χορωδιακός -ή -ό [xoroδiakós] Ε1 : α.που εκτελείται από χορωδία: Xορωδιακό τραγούδι. || (ως ουσ.) το χορωδιακό: Tα χορωδιακά της «Aΐντα». β. που τον αποτελούν μέλη χορωδίας: Xορωδιακό συγκρότημα.
[λόγ. χορωδί(α) -ακός μτφρδ. γαλλ. choral]