Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χορταστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χορταστικός -ή -ό [xortastikós] Ε1 : 1.που ικανοποιεί το αίσθημα της πείνας: Xορταστική μερίδα, μεγάλη. Xορταστικό φαγητό. 2. που ικανοποιεί απόλυτα κάποια ανάγκη, επιθυμία: Tο πρόγραμμα της γιορτής ήταν χορταστικό. χορταστικά ΕΠIΡΡ: Φάγαμε πολύ ~.

[ελνστ. χορταστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες