Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χορτασμός ο [xortazmós] Ο17 : η κατάσταση αυτού που έχει φάει αρκετά ή που έχει ικανοποιήσει απόλυτα κάποια άλλη ανάγκη ή επιθυμία του.
[ελνστ. χορτασμός]