Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χορταρικό το [xortarikó] Ο38 (συνήθ. πληθ.) : άγρια ή ήμερα χόρτα που τρώγονται συνήθ. βραστά: Tα χορταρικά και τα λαχανικά είναι υγιεινές τροφές.
[χορτάρ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]