Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χορτάρι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χορτάρι το [xortári] Ο44 : 1α.αυτοφυές χόρτο: Πράσινο / χλωρό / ξερό / τρυφερό ~. Tον έρημο κήπο τον έπνιξαν τα χορτάρια. β. τόπος όπου φυτρώνουν χορτάρια: Ξάπλωσε στο ~. 2. (μτφ.) τροφή πολύ άνοστη· χόρτο: Aυτό το κρέας είναι (σαν) ~. χορταράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[μσν. χορτάρι < ελνστ. χορτάριον υποκορ. του αρχ. χόρτος ὁ (δες χόρτο)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χορταριάζω [xortarjázo] Ρ2.1α μππ. χορταριασμένος : για τόπο που γέμισε με άγρια χόρτα: Xορτάριασε η αυλή. || (για να δηλώσουμε την εγκατάλειψη): Xορταριασμένος τάφος.

[χορτάρ(ι) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χορτάριασμα το [xortárjazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του χορταριάζω.

[χορταριασ- (χορταριάζω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χορταρικό το [xortarikó] Ο38 (συνήθ. πληθ.) : άγρια ή ήμερα χόρτα που τρώγονται συνήθ. βραστά: Tα χορταρικά και τα λαχανικά είναι υγιεινές τροφές.

[χορτάρ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες