Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χοροστατώ [xorostató] Ρ10.9α : για αρχιερέα που προΐσταται σε Θεία Λειτουργία ή σε ιερή ακολουθία.
[λόγ. < ελνστ. χοροστατῶ `οδηγώ χορό δράματος΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]