Παράλληλη αναζήτηση
15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χορο- [xoro] & χορό- [xoró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & χορ- [xor], συνήθ. σε παλαιότερη σύνθεση όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται: 1. στο χορό, συνοδεύεται από χορό: ~εσπερίδα. || ~πηδώ· ~πήδημα, ~πηδητό. 2. στην τέχνη του χορού: ~γράφος, ~διδάσκαλος· ~γραφία· ~διδασκαλείο. || για συγκεκριμένο θεατρικό είδος που συνοδεύεται από χορό: χορόδραμα, ~μιμόδραμα. 3. στο ομαδικό τραγούδι: χορωδία, χορωδός.
[αρχ. χορ(ο)- & λόγ. < αρχ. χορ(ο)- θ. του ουσ. χορό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. χορο-μανής, ελνστ. χορο-στατῶ & λόγ. < γαλλ. choré- < αρχ. χορός: χορο-γραφία < γαλλ. chorégraphie & μτφρδ.: χορο-εσπερίδα < γαλλ. soirée dansante]
- χορογραφία η [xoroγrafía] Ο25 : η τέχνη της σύνθεσης χορών και μπαλέτων, της ρύθμισης των κινήσεων και των βημάτων ενός χορού.
[λόγ. < γαλλ. chorégraphie < αρχ. χορε(ία) + -graphie = -γραφία (-ο- κατά τα άλλα σύνθ.)]
- χορογραφικός -ή -ό [xoroγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη χορογραφία ή στο χορογράφο: Χορογραφική σύνθεση.
- χορογράφος ο [xoroγráfos] Ο18 θηλ. χορογράφος [xoroγráfos] Ο35 : καλλιτέχνης που ασχολείται με τη χορογραφία.
[λόγ. < γαλλ. chorégraphe < chorégraph(ie) = χορογραφ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- χοροδιδασκαλείο το [xoroδiδaskalío] Ο39 : (παρωχ.) σχολή χορού.
[λόγ. χοροδιδάσκαλ(ος) -είον]
- χοροδιδάσκαλος ο [xoroδiδáskalos] Ο19 : (παρωχ.) αυτός που διδάσκει χορό.
[λόγ. < αρχ. χοροδιδάσκαλος `που εξασκεί το χορό του δράματος΄ σημδ. γαλλ. maître-à-danser]
- χορόδραμα το [xoróδrama] Ο49 : σκηνικό έργο που χρησιμοποιεί ως εκφραστικό μέσο το χορό και που συνοδεύεται από μουσική· (πρβ. μπαλέτο).
[λόγ. χορο- + δράμα]
- χοροεσπερίδα η [xoroesperíδa] Ο26 : επίσημη, ψυχαγωγική, βραδινή συγκέντρωση με χορό.
[λόγ. χορο- + εσπερ(ίς) -ίδα μτφρδ. γαλλ. soirée dansante]
- χοροπήδημα το [xoropíδima] Ο49 : η ενέργεια του χοροπηδώ.
[χοροπηδη- (χοροπηδώ) -μα]
- χοροπηδητό το [xoropiδitó] Ο38 : επανειλημμένα χοροπηδήματα: Οι φωνές και το ~ των ξέγνοιαστων παιδιών.
[χοροπηδ(ώ) -ητό]