Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χορηγός ο [xoriγós] Ο17 : 1α.πλούσιος πολίτης, στην αρχαία Aθήνα, που αναλάμβανε με δικά του έξοδα να καταρτίσει το χορό ενός δράματος, για τις παραστάσεις που γίνονταν προς τιμήν του Διονύσου. β. αυτός που αναλαμβάνει τη χρηματοδότηση μιας καλλιτεχνικής ή αθλητικής εκδήλωσης και γενικά ενός πολιτιστικού έργου· σπόνσορας. 2. αυτός στον οποίο οφείλουμε κάποια μεγάλη ευεργεσία: Ο Θεός είναι ο ~ της ζωής / κάθε αγαθού.
[λόγ.: 1: αρχ. χορηγός· 2: ελνστ. σημ.]