Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χορευτικός -ή -ό [xoreftikós] Ε1 : που έχει σχέση με το χορευτή ή με το χορό: Xορευτικό συγκρότημα. Xορευτικές εκδηλώσεις / κινήσεις. Xορευτική τέχνη. || (ως ουσ.) τα χορευτικά, το χορευτικό μέρος μιας παράστασης.
[λόγ. < ελνστ. χορευτικός]