Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χορδή η [xorδí] Ο29 : 1α.αποξηραμένα και στριμμένα έντερα με τα οποία έδεναν τα δύο άκρα του τόξου· νευρά: Tεντώνω τη ~ του τόξου. β. έντερο ή μεταλλικό σύρμα που το τεντώνουν στο ηχείο ενός μουσικού οργάνου και που, όταν δονείται, παράγει ήχο: Οι χορδές του βιολιού / της κιθάρας / του πιάνου. 2. ό,τι έχει σχήμα χορδής. α. (γεωμ.) η ευθεία γραμμή που ενώνει τα δύο άκρα του τόξου της περιφέρειας. β. (ανατ.) φωνητικές χορδές, μεμβράνες στο λάρυγγα που, όταν πάλλονται, παράγουν τη φωνή. 3. (μτφ.) για κτ. που συγκινεί, που διεγείρει την ευαισθησία κάποιου: Θίγω την ευαίσθητη ~ του, του μιλώ για πράγματα που τον συγκινούν ιδιαίτερα. Ποιήματα που αγγίζουν / δονούν και τις πιο ευαίσθητες / μυστικές χορδές (της ψυχής) μας.
[λόγ.: 1: αρχ. χορδή· 2, 3: σημδ. γαλλ. corde (στις νέες σημ.) < λατ. chorda < αρχ. χορδή]