Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χορήγηση η [xoríjisi] Ο33 : η ενέργεια του χορηγώ: ~ άδειας / δανείου / σύνταξης. Επιτόκια χορηγήσεων / καταθέσεων.
[λόγ. < ελνστ. χορή γη(σις) -ση `δαπάνη, προμήθεια΄ κατά τη σημ. του χορηγώ]