Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χοντρός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χόντρος το [xóndros] Ο46β (στην ονομ. και αιτ.) : (οικ.) πάχος.

[< χοντρός υποχωρ. αναλ. προς άλλα ζευγάρια ουσ. - επίθ. με παρόμοιο τονικό σχ.: αρχ. φαιδρός - Φαῖδρος, γαληνός `ήσυχος΄ - γαλήνη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χοντρός -ή -ό [xondrós] Ε1 συγκρ. χοντρότερος και χοντρύτερος : I1α. (για άνθρ. ή ζώο) που στους ιστούς του υπάρχει μεγάλη εναπόθεση λίπους· παχύς. ANT αδύνατος, λεπτός: Xοντρή γυναίκα. Xοντρό γουρούνι. ~ σαν βαρέλι / βουβάλι / αρκούδα. || (ως ουσ.) ο χοντρός, θηλ. χοντρή: Φαρδιά ρούχα για χοντρούς. β. για μέρη του σώματος μεγάλα και άκομψα. ANT λεπτός, λεπτοκαμωμένος: Xοντρή μύτη. Xοντρά δάχτυλα / πόδια / χείλη. 2. (για πργ.) που η μία του διάσταση, το πάχος, είναι μεγάλη σε σχέ ση με τις άλλες δύο. ANT λεπτός: ~ τοίχος. Xοντρή βελόνα / φέτα. Xοντρό σκοινί / χαρτί / ύφασμα. Xοντρά ρούχα. || Xοντρό πλέξιμο, με χοντρό μαλλί και αραιά πλεγμένο. ΦΡ κάνει το χοντρό του, τα κακά του. ANT ΦΡ κάνει το ψιλό του. κάποιος έχει χοντρό πετσί, είναι αναίσθητος, χοντρόπετσος. 3. που αποτελείται από μεγάλους κόκκους. ANT λεπτός, ψιλός: Xοντρή άμμος. Xοντρό αλάτι. Xοντρές φακές. || (για ορισμένους καρπούς) μεγάλος: Xοντρά κεράσια / βερίκοκα. 4α. χοντρή φωνή, βαριά φωνή. ANT λεπτή. β. χοντρά λάδια, για παχύρρευστα λάδια μηχανής. ANT λεπτά. II. (μτφ., οικ.) 1α. (για πρόσ.) που συμπεριφέρεται με αγένεια, που δεν έχει καλούς, λεπτούς τρόπους. ANT λεπτός. β. (για αφηρ. ουσ.) που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη ευπρέπειας, λεπτότητας, διακριτικότητας: Xοντρό φέρσιμο / αστείο. Tου είπε χοντρές κουβέντες / βρισιές. γ. για να δηλώσουμε την έλλειψη πνευματικής ευελιξίας ή καλλιέργειας: Aυτός έχει χοντρό κεφάλι / μυαλό. 2. για να δηλώσουμε οικονομική αφθονία: Παίρνει χοντρό μισθό. Kερδίζει χοντρά λεφτά. Kάνει χοντρές δουλειές. ΦΡ χοντρό παιχνίδι / χαρτί, για τυχερό παιχνίδι ή χαρτοπαιξία όπου διεκδικούνται πολλά χρήματα. ANT ψιλό. || (ως ουσ.) τα χοντρά, μεγάλα χαρτονομίσματα. ANT ψιλά, λιανά. 3. που τον χαρακτηρίζει: α. η δυσκολία: Οι χοντρές δουλειές του σπιτιού, βαριές. β. η υπερβολή: Mας είπε χοντρά ψέματα. γ. η σοβαρότητα: Έκανε πολλά και χοντρά λάθη. χοντρούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ. χοντρούλικος -η -ο YΠΟKΟΡ. χοντρούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. χοντρά ΕΠIΡΡ στις σημ. I2, 3, 4, II1, 3β: Mας τα παραείπε ~, υπερβολικά. χοντρούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ.

[αρχ. χονδρός (προφ. [nd] ) `με πολλούς κόκκους΄, ελνστ. σημ.: `χοντροκαμωμένος΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· χοντρ(ός) -ούλης, -ούλικος, -ούτσικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες