Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χοντροκοπιά η [xondrokopxá] Ο24 : 1.άτεχνη, άκομψη δουλειά: Πολύ ~ αυτό το τραπέζι. 2. άνθρωπος: α. μεγαλόσωμος και άκομψος: Aυτή η γυναίκα είναι μια ~. β. με άξεστους τρόπους.
[< χοντροκοπ(ώ) `χοντροκόβω΄ (< χοντρο- + -κοπώ) -ιά]