Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χοντροκομμένος -η -ο [xondrokoménos] Ε3 : 1α.που τον έχουν κόψει σε μεγάλα κομμάτια ή που τον έχουν αλέσει σε χοντρούς κόκκους: Xοντροκομμένη φέτα. Xοντροκομμένα λαχανικά. ~ καφές. β. (για πρόσ.) μεγαλόσωμος και άκομψος. 2. (μτφ.) α. που τον χαρακτηρίζει το κακό γούστο και η έλλειψη λεπτότητας· χονδροειδής3: Xοντροκομμένη φάρσα. Xοντροκομμένο αστείο. || Xοντροκομμένο ψέμα, υπερβολικό και αστήριχτο, που δεν πείθει. β. που δεν αναφέρεται σε λεπτομέρειες, πολύ γενικός: Xοντροκομμένο παράδειγμα.
[χοντρο- + κομμένος μππ. του κόβω]