Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χοντροκαμωμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χοντροκαμωμένος -η -ο [xondrokamoménos] Ε3 : 1.(για πρόσ.) μεγαλόσωμος και άκομψος. 2. (για πργ.) που είναι άτεχνα κατασκευασμένος. || Xοντροκαμωμένο πρόσωπο.

[χοντρο- + καμωμένος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες