Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χοντρικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χοντρικός -ή -ό [xondrikós] & χονδρικός -ή -ό [xonδrikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με εμπορεύματα που πουλιούνται σε μεγάλες ποσότητες. ANT λιανικός: Xοντρική πώληση / τιμή. Xοντρικό εμπόριο. || (ως ουσ.) η χονδρική, χοντρική πώληση ή αγορά: Σε τιμή χονδρικής. || (ως επίρρ.) χοντρικής, χοντρικά. 2. για κτ. που το έχουν κάνει σε γενικές γραμμές, χωρίς να προχωρήσουν σε λεπτομέρειες. ANT λεπτομερειακός: Έκανε ένα χοντρικό λογαριασμό / πλάνο. χοντρικά ΕΠIΡΡ 1. Πουλάει ~. 2. Tα έξοδα φτάνουν ~ τις δέκα χιλιάδες.

[μσν. χοντρικός (σε σημ. για απλά φαγητά) < χοντρ(ός) -ικός· λόγ. επίδρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες