Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χοντράδα η [xondráδa] Ο26 : (οικ.) α. έλλειψη ευγενικής συμπεριφοράς, λεπτότητας: Tον χαρακτηρίζει η ~ των άξεστων ανθρώπων. β. ενέργεια ή λόγια που δείχνουν έλλειψη λεπτής συμπεριφοράς: Tι ~ ήταν αυτή που έκανες / είπες; Άσε τις χοντράδες!
[χοντρ(ός) -άδα]