Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χονδροειδής -ής -ές [xonδroiδís] Ε10 : (λόγ.) 1. (για πρόσ.) α. που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη καλής, λεπτής συμπεριφοράς· χοντρόςII1α. β. που τα χαρακτηριστικά του είναι αδρά και κακοφτιαγμένα: Παρ΄ όλη τη χονδροειδή εμφάνισή του είναι λεπτός και ευαίσθητος. 2. (για πργ.) που οι διαστάσεις και το σχέδιό του είναι ακαλαίσθητα: ~ κατασκευή. 3. (για αφηρ. ουσ.) που είναι ιδιαίτερα απρεπής, ανάρμοστος, κακόγουστος· χοντροκομμένος, χοντρόςII1β: ~ συμπεριφορά. Xονδροειδές αστείο / ψέμα.
χονδροειδώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ιταλ. condroide `μαλακός όγκος που μοιά ζει με χόνδρο΄ < αρχ. χόνδρ(ος) -ο- + -ide = -ειδής, παρετυμ. χοντρός· λόγ. χονδροειδ(ής) -ώς]