Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χοληφόρος -ος -ο [xolifóros] Ε14 : (ανατ.) που διοχετεύει τη χολή: Xοληφόρα αγγεία. Xοληφόρες οδοί.
[λόγ. χολη- + -φόρος μτφρδ. γαλλ. voies biliaires]