Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χολερικός -ή -ό [xolerikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με τη χολέρα. 2. (ως ουσ., ψυχ.) ο χολερικός, ένας από τους τέσσερις βασικούς τύπους χαρακτήρων, που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ευαισθησία και από πυρετώδη δραστηριότητα, σε αντίθεση με το φλεγματικό.
[λόγ.: 1: αρχ. χολερικός· 2: γαλλ. cholérique (στη νέα σημ.) < λατ. cholericus < αρχ. χολερικός]