Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χολή η [xolí] Ο29 : 1α.πικρό και πρασινωπό παχύρρευστο υγρό που εκκρίνεται από το συκώτι, συγκεντρώνεται στη χοληδόχο κύστη και χύνεται στο έντερο, για να διευκολύνει την πέψη: Πικρός σαν ~. ΦΡ αντί του μάννα* ~. ποτίζω* κπ. με ~. β. η κύστη που περιέχει τη χολή: Tον χειρούρ γησαν για να του αφαιρέσουν τη ~. Έχει πέτρες στη ~, χολολιθίαση. ΦΡ (μου) έσπασε / (μου) κόπηκε η ~ μου (από φόβο), τρόμαξα πάρα πολύ. 2. (μτφ.) έκφραση κακότητας: Λόγια γεμάτα ~. Στάζουν ~ τα λόγια του. Έχυσε πάλι τη ~ του, εκφράστηκε πάλι με κακότητα για κπ.
[αρχ. χολή]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χοληδόχος -ος -ο [xoliδóxos] Ε14 : (ανατ.) που περιέχει ή που δέχεται χολή: ~ κύστη / πόρος.
[λόγ. < ελνστ. χοληδόχος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χοληστερίνη η [xolisteríni] Ο30 : (φυσιολ.) οργανική ένωση που βρίσκεται στους ιστούς, στο αίμα και στη χολή· χοληστερόλη: Tο υψηλό ποσοστό χοληστερίνης στο αίμα προκαλεί την αρτηριοσκλήρωση.
[λόγ. < γαλλ. cholestérine < chole- = χολη- + αρχ. στερ(εός) -ine = -ίνη]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χοληστερόλη η [xolisteróli] Ο30 : (φυσιολ.) χοληστερίνη.
[λόγ. < διεθ. cholester(ine) = χοληστερ(ίνη) -ol = -όλη]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χοληφόρος -ος -ο [xolifóros] Ε14 : (ανατ.) που διοχετεύει τη χολή: Xοληφόρα αγγεία. Xοληφόρες οδοί.
[λόγ. χολη- + -φόρος μτφρδ. γαλλ. voies biliaires]