Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χοιροστάσιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χοιροστάσιο το [xirostásio] Ο40 : 1.στάβλος για γουρούνια. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός χώρου πολύ βρόμικου.

[λόγ. χοίρ(ος) -ο- + -στάσιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go