Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χνότο το [xnóto] Ο39 : τα διάφορα αέρια που βγαίνουν από το στόμα κατά την εκπνοή: Mυρίζει / βρομάει το ~ του από την πείνα / την αρρώστια. Zεσταίνει τα χέρια της με τα χνότα της. Θόλωσαν τα τζάμια απ΄ τα χνότα μας. ΦΡ (δεν) ταιριάζουν* τα χνότα τους.
[μσν. *χνότο (πρβ. μσν. χνότος) < τα *αχνότα (πληθ.) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο < η *αχνότη (σύγκρ. η νεότη > τα νιάτα) < άχν(α) -ότη (< αρχ. -ότης, σημερ. -ότητα)]