Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χνουδάτος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χνουδάτος -η -ο [xnuδátos] Ε3 : για ύφασμα που έχει χνούδι στην επιφάνειά του· χνουδωτός.

[χνούδ(ι) -άτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες