Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χνάρι το [xnári] & αχνάρι το [axnári] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : 1.αποτύπωμα που αφήνει το πέλμα του ανθρώπου ή των ζώων πάνω στο έδαφος: Είδα χνάρια λαγού / λύκου. (έκφρ.) βαδίζω* στ΄ αχνάρια κάποιου. 2. ίχνος, σημάδι: Tα χνάρια του χρόνου στο πρόσωπό της. 3. (παρωχ.) το πατρόν.
[μσν. χνάρι < αχνάρι με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-axn > enaxn > ena-xn] · μσν. αχνάρι(ν) < *ιχνάριον υποκορ. του αρχ. ἴχνος με τροπή [i > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-ixn > enaxn > en-axn] ]