Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χλώριο το [xlório] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο αέριο, με κιτρινοπράσινο χρώμα και με έντονη και διαπεραστική οσμή, που δεν υπάρχει ελεύθερο στη φύση: Οι βιομηχανικές χρήσεις του χλωρίου είναι πολυάριθμες. Tο ~ χρησιμοποιείται ως λευκαντικό και ως απολυμαντικό.
[λόγ. < γαλλ. chlor(e) < αρχ. χλωρός στη σημ.: `πρασινοκίτρινος΄ -ιον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χλωριούχος -ος / -α -ο [xloriúxos] Ε14 : (χημ.) για χημική ένωση μετάλλου με χλώριο: ~ μόλυβδος. ~ ένωση. Xλωριούχο κάλιο / μαγνήσιο. Xλωριούχο νάτριο, αλάτι. Xλωριούχο αμμώνιο, νισαντίρι.
[λόγ. χλωρι(ο)- + -ούχος μτφρδ. γαλλ. chloré]