Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χλωροφορμίζω [xloroformízo] -ομαι Ρ2.1 : ναρκώνω κπ. με χλωροφόρμιο.
[λόγ. < παλ. γαλλ. chloroformiser < chloroform(e) = χλωροφόρμ(ιον) -iser = -ίζω]