Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χλωμιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χλωμιάζω [xlomnázo] Ρ2.1α μππ. χλωμιασμένος : γίνομαι χλωμός· χλωμιαίνω: Xλώμιασε από το φόβο του / από την αρρώστια. Xλώμιασε μόλις το άκουσε / τον είδε. || κάνω κπ. χλωμό: Tο κίτρινο χρώμα της μπλούζας σου σε χλωμιάζει.

[χλωμ(ός) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες