Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χλοοτάπητας ο [xlootápitas] Ο5 : έκταση καλυμμένη με γκαζόν· χορτοτάπητας: Ο ~ του αγωνιστικού χώρου του γηπέδου.
[λόγ. χλό(η) -ο- + τάπης > τάπητας]