Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χλοερός -ή -ό [xloerós] Ε1 : (λόγ., λογοτ.) που είναι σκεπασμένος με χλόη: Xλοερά λιβάδια, καταπράσινα. (έκφρ., συνήθ. ειρ.) τόπος ~, ο παράδεισος: Aναπαύεται σε τόπο χλοερό, πέθανε.
[λόγ. < αρχ. χλοερός]