Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χλιμίντρισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χλιμίντρισμα το [xlimíndrizma] Ο49 : η χαρακτηριστική, μεταβαλλόμενη σε ένταση και οξύτητα φωνή του αλόγου· χρεμέτισμα: Aκούστηκαν χλιμιντρίσματα αλόγων.

[μσν. *χλιμίντρισμα (πρβ. μσν. χιλιμίντρισμα) < χλιμιντρισ- (χλιμιντρίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες