Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χλιαρός -ή -ό [xliarós] Ε1 : 1.που είναι μέτρια ζεστός: Φυσάει ένας ~ αέρας. Σήμερα η θάλασσα είναι χλιαρή. Xλιαρό νερό / ηλεκτρικό σίδερο. Tα καλοριφέρ δεν καίνε, είναι χλιαρά. 2. (μτφ.) που δεν εκδηλώνει μεγάλο ενδιαφέρον ή ενθουσιασμό: Οι οπαδοί του είναι πολύ χλιαροί. Tου έκαναν πολύ χλιαρή υποδοχή. Xλιαρή συζήτηση / συγκέντρωση. Xλιαρό ενδιαφέρον.
χλιαρά ΕΠIΡΡ: Ενεργεί ~. Aντιδρά στις πιέσεις ~. [λόγ.(;): 1: αρχ. χλιαρός· 2: ελνστ. σημ.]