Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιτώνιο το [xitónio] Ο40 : 1.κοντό στρατιωτικό σακάκι που μοιάζει με μπουφάν. 2. (τεχν.) πρόσθετος κύλινδρος που τον τοποθετούν σαν σφήνα μέσα στον αρχικό, για να αποφεύγεται η φθορά του· πουκάμισο2.
[λόγ. < αρχ. χιτώνιον `μικρός χιτώνας΄ (για γυναίκες, ελνστ. και για άντρες) σημδ.: 1: αγγλ. tunic· 2: αγγλ. jacket]