Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χιούμορ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιούμορ το [xúmor] Ο (άκλ.) : ικανότητα να αντιμετωπίζει κανείς την πραγματικότητα με εύθυμη διάθεση, παρουσιάζοντας τις διάφορες καταστάσεις με φαινομενική σοβαρότητα και αδιαφορία, κάτω από την οποία κρύβεται η σάτιρα και η άκακη ειρωνεία: Λεπτό ~. Aγγλικό ~. Έχει ~ / την αίσθηση του ~, μπορεί να εκφράζεται με χιούμορ ή να καταλαβαίνει το χιούμορ. Kάνω ~, λέω κτ. με χιουμοριστική διάθεση. (έκφρ.) μαύρο ~, που το χαρακτηρίζει η χρήση μακάβριων αστείων.

[λόγ. < αγγλ. humour]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιουμορίστας ο [xumorístas] Ο3 : αυτός που μιλάει ή που γράφει με χιού μορ και ειδικότερα, ο ευθυμογράφος: Γνωστός / διακεκριμένος ~. || (ως επίθ.): ~ συγγραφέας.

[λόγ. χιουμορ(ιστής) -ίστας < αγγλ. humorist (-ist = -ιστής)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιουμοριστικός -ή -ό [xumoristikós] Ε1 : που τον χαρακτηρίζει το χιούμορ: Xιουμοριστική διάθεση. Xιουμοριστικό διήγημα / στιλ. χιουμοριστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. χιουμοριστ(ής δες χιουμορίστας) -ικός μτφρδ. αγγλ. humoristic (-ic = -ικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες