Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χιουμοριστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιουμοριστικός -ή -ό [xumoristikós] Ε1 : που τον χαρακτηρίζει το χιούμορ: Xιουμοριστική διάθεση. Xιουμοριστικό διήγημα / στιλ. χιουμοριστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. χιουμοριστ(ής δες χιουμορίστας) -ικός μτφρδ. αγγλ. humoristic (-ic = -ικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες