Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιουμορίστας ο [xumorístas] Ο3 : αυτός που μιλάει ή που γράφει με χιού μορ και ειδικότερα, ο ευθυμογράφος: Γνωστός / διακεκριμένος ~. || (ως επίθ.): ~ συγγραφέας.
[λόγ. χιουμορ(ιστής) -ίστας < αγγλ. humorist (-ist = -ιστής)]