Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιονοστρόβιλος ο [xonostróvilos] Ο20 : δυνατός αέρας που κάνει το χιόνι να στροβιλίζεται.
[λόγ. χιονο- + στρόβιλος μτφρδ. γαλλ. tourbillon de neige]