Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιονοστιβάδα η [xonostiváδa] Ο26 : 1.μάζα από χιόνι που αποσπάται από ένα μεγαλύτερο όγκο και που γλιστρά στις πλαγιές ενός βουνού συμπαρασύροντας ό,τι βρεθεί στο δρόμο της: Οι ορειβάτες καταπλακώθηκαν από μια πελώρια ~. 2. (μτφ.) για αλλεπάλληλα και συνήθ. απρόσμενα ή δυσάρεστα γεγονότα που προκαλούν μεγάλες αλλαγές: Tα γεγονότα των τελευταίων ημερών ήταν μια ~ που ανέτρεψε τα πάντα. Aπεργιακή ~. ~ ανατιμήσεων / απεργιακών κινητοποιήσεων. Οι εξεγέρσεις πήραν τη μορφή χιονοστιβάδας.
[λόγ. χιονο- + στιβ(άς) -άδα]