Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιονοπέδιλο το [xonopéδilo] Ο41 : καθένα από τα δύο ειδικά πέδιλα που χρησιμοποιούν οι χιονοδρόμοι· σκι.
[λόγ. χιονο- + πέδιλον απόδ. γερμ. Schneeschuh]