Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιονοθύελλα η [xonoθíela] Ο27α : δυνατός αέρας που συνοδεύεται από χιονόπτωση.
[λόγ. < χιονο- + θύελλα μτφρδ. αγγλ. snowstorm ή γερμ. Schneesturm]