Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χιονοδρόμος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιονοδρόμος ο [xonoδrómos & xionoδrómos] Ο18 : αθλητής της χιονοδρομίας· σκιέρ.

[λόγ. < χιονο- + -δρόμος κατά το ελνστ. ἁρματοδρόμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες