Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιονοδρομία η [xonoδromía & xionoδromía] Ο25 : άθλημα κατά το οποίο οι αθλητές, φορώντας ειδικά πέδιλα, γλιστρούν επάνω σε χιονισμένες πλαγιές σε ειδικά διαμορφωμένες πίστες· σκι1: Aγώνες χιονοδρομίας.
[λόγ. χιονοδρόμ(ος) -ία]